- διετεκμήραντο
- διατεκμαίρομαιmark outaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατεκμαίρομαι — (Α) 1. προσδιορίζω, κατανέμω («ἔργα, τά τ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο», Ησίοδ.) 2. καθορίζω, σημειώνω 3. προκαθορίζω, αποφασίζω … Dictionary of Greek